γονικά

γονικά
τα родители; семья; род '

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γονικά" в других словарях:

  • γονικά — γονικός of the seed neut nom/voc/acc pl γονικά̱ , γονικός of the seed fem nom/voc/acc dual γονικά̱ , γονικός of the seed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονικάς — γονικά̱ς , γονικός of the seed fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στους γονείς, πατρογονικός: Σπατάλησε τη γονική περιουσία. 2. στον πληθ., γονικά οι γονείς, οι γεννήτορες, η οικογένεια: Αρνήθηκε να φροντίσει τα γονικά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονιός — και γονέας και γονής, ο (AM γονεύς) 1. ο πατέρας 2. συνήθως στον πληθ.) οι γονείς και γονιοί και γονέοι και γονικά α) πατέρας και μητέρα μαζί β) πρόγονοι νεοελλ. φρ. «πείνα και τών γονέων» πολύ μεγάλη πείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *gon , ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • παραγενεσία — και παραγένεση, η βιολ. διασταύρωση μεταξύ ατόμων από διαφορετικά είδη, τής οποίας οι απόγονοι είναι στείροι μεταξύ τους, γόνιμοι όμως όταν διασταυρωθούν με ένα από τα γονικά είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γένεση + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»